- Κάστορι
- Κάστωρmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καστόρι — καστόρι, το και καστόρ, το (λ. γαλλ.), το δέρμα του κάστορα ή άλλο δέρμα που μοιάζει μ’ αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καστόρι — το (AM καστόριον, Α και καστόρειον, Μ και καστόριν) (φαρμ.) έκκριμα τών γεννητικών αδένων τού κάστορα που χρησιμοποιούνταν ως αντισπασμωδικό φάρμακο σε περιπτώσεις τρόμων και σπασμών ή στην αρωματοποιία υπό μορφή βάμματος νεοελλ. 1. είδος μαλακού … Dictionary of Greek
κάστορι — κάστωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
καστόρινος — η, ο [καστόρι] ο κατασκευασμένος από δέρμα κάστορα ή από ύφασμα καστόρι («καστόρινο καπέλο») … Dictionary of Greek
καΐστορος — καΐστορος, ον (Μ) αυτός που έχει κατασκευαστεί από καστόρι, ο γούνινος … Dictionary of Greek
καστόριν — καστόριν, τὸ (Μ) βλ. καστόρι … Dictionary of Greek
καστόριον — το (AM καστόριον) βλ. καστόρι … Dictionary of Greek
καστόριος — α, ο (Α καστόριος, ία, ον και καστόρειος, ειον) [κάστωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα νεοελλ. 1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος 2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι αρχ. (το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ… … Dictionary of Greek